- σαρκοκόπτης
- ο, Νζωολ. γένος μικροσκοπικών ακάρεων που προκαλούν την ψώρα τού ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. sarcoptes (< σάρκα + κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαρίαση — Σοβαρή νόσος που προσβάλλει τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά. Είναι μεταδοτική δερματοπάθεια που προέρχεται από τα παράσιτα ακάρεα, γνωστή περισσότερο ως ψώρα. Τον άνθρωπο προσβάλλει ο σαρκοκόπτης, μικρό ωοειδές ζωάριο, που έχει ράχη με τριχωτή… … Dictionary of Greek